- στυρακίζω
- στυρακίζωthrust with the butt end of a lancepres subj act 1st sgστυρακίζωthrust with the butt end of a lancepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυρακίζω — (I) Α [στύραξ, ακος (Ι)] είμαι όμοιος, ιδίως ως προς την οσμή, με το κόμμι τού δέντρου στύραξ*. (II) Α [στύραξ, ακος (II)] κεντώ με τον στύρακα, με το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος … Dictionary of Greek
στυρακίζειν — στυρακίζω thrust with the butt end of a lance pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυρακίζουσαν — στυρακίζω thrust with the butt end of a lance pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)